- ζητωκραυγάζω
- 1. αμετ. кричать «ура», «да здравствует»;2. μετ. приветствовать радостными возгласами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζητωκραυγάζω — ζητωκραυγάζω, ζητωκραύγασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζητωκραυγάζω — επευφημώ κάποιον με ενθουσιασμό, φωνάζω «ζήτω». [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτω + κραυγάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Κωνστ. Χ. Βερσή] … Dictionary of Greek
ζητωκραυγάζω — ζητωκραύγασα, φωνάζω δυνατά «ζήτω», επευφημώ: Το πλήθος ζητωκραύγασε τον πρωθυπουργό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακτολογώ — ἀκτολογῶ ( έω) (Μ) επευφημώ, ζητωκραυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκτα + λέγω] … Dictionary of Greek
αποθεώνω — (AM ἀποθεῶ, όω) θεοποιώ κάποιον, από θνητό τον μεταβάλλω σε αθάνατο νεοελλ. 1. αποδίδω σε κάποιον θεϊκές τιμές, τον τιμώ σαν θεό 2. εκθειάζω, εξυμνώ, περιβάλλω με δόξα 3. υποδέχομαι κάποιον με μεγάλο ενθουσιασμό, τον ζητωκραυγάζω 4. ταλαιπωρώ… … Dictionary of Greek
επιφημίζω — ἐπιφημίζω (AM) μσν. επευφημώ, ζητωκραυγάζω 2. διαδίδω φήμες 3. ανακηρύσσω με βοή αρχ. 1. προφέρω δυσοίωνες λέξεις για το μέλλον, προφητεύω κακά («ἰόντος αὐτοῡ ἐπὶ τὴν πεντηκόντερον ἐπεφημίζετο», Ηρόδ.) 2. υπόσχομαι, δίνω τον λόγο μου («κείνω… … Dictionary of Greek
ευφημίζω — (Μ εὐφημίζω, Α εὐφημίζομαι) [εύφημος] λέγω για κάποιον εύφημους, επαινετικούς λόγους, επαινώ, εγκωμιάζω νεοελλ. ονομάζω κάτι κακό με ευοίωνες λέξεις μσν. ονομάζω, αναγορεύω μσν. αρχ. ζητωκραυγάζω, επευφημώ αρχ. παθ. εὐφημίζομαι μεταχειρίζομαι… … Dictionary of Greek
ζητωκραύγασμα — το [ζητωκραυγάζω] επευφημία με ενθουσιασμό … Dictionary of Greek
επευφημώ — επευφήμησα, επευφημήθηκα, επευφημημένος και επευφημισμένος, μτβ., εκδηλώνω με επευφημίες τον ενθουσιασμό μου ή την αφοσίωσή μου σε σπουδαία πρόσωπα, ζητωκραυγάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)